...

...

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Κόρες


«Θυμητάρι απ’ τις κοπέλες στις φυλακές του Ελαιώνα»


Κατεβαίνουν οι κόρες νοερά την πλαγιά
Φασματικά πλάσματα άλλων εποχών
Μέλλουσες μάνες  άδολων παιδιών
 Ράχες φορτωμένες με ξύλα συκιάς
«έρχεται παγωνιά…» αναφωνούν

Τα πιο όμορφα κεντήματα, με παραστάσεις κήπων
απ’ την προίκα τους διαλέγουν
και ντύνουν τις χαραμάδες της πόρτας
«ας αργήσει ο γάμος …θα αργήσει η Άνοιξη»

Δαντέλες, μετάξι και αέρινα σεντόνια
Χορεύουν νυφικά εμβατήρια αγκαλιά με τις φλόγες
Οι μάνες μοιρολογούν για τον επικείμενο νεκρό
Μασουλώντας μπαχάρια του Νότου

Οι παπαρούνες ιδρώνουν στις παλάμες των κοριτσιών
Τρέχει το αίμα τους στους καρπούς, στους αγκώνες
Οι μνηστήρες μυρίζουν σαν σκύλοι τα κορμιά τους
Και γεύση χειμωνανθών ξεριζώνει τη μιλιά τους

Κορδέλες χρυσές δένουν στα πόμολα
Γλείφουν μανιωδώς τα δακτυλικά αποτυπώματα
Απ’ τα κάγκελα και τους σύρτες
Και βάφουν το ταβάνι της σάλας
Με το παρθενικό τους αίμα 



Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

VII


Για το επτά ο λόγος
Για το επτά που χάραξε ένας φίλος στο κορμί του
Για τις επτά δραχμές που πούλησα το λάβαρο των ανθρώπων
Για τα επτά έτη προσμονής σε μία γωνία
Στις διακλαδώσεις της επτάπυλης πόλης
Καρτερώντας υποψιασμένα μελλοντικά βλέμματα
Πέρασαν επτά έτη τελικά
Βολτάροντας από το ένα κορμί στο άλλο
Ψηλαφίζοντας την μία λαγόνα μετά την άλλη
Χιλιόμετρα σαν χρόνια, αντίστροφοι έρωτες
Για το επτά υιοθέτησα τα ταξίδια ενός γκρίζου Οδυσσέα
Και καρφώθηκα σαν σφήνα στα μάτια
Αυτού του ταλαίπωρου αριθμού

Στην απομόνωση ενός νησιού που δεν υπήρξε ποτέ
Σιδηροδέσμιος από την έναρξη της διαγραφής 
Άνοιξα το οπισθόφυλλο των σταρένιων χεριών σου
Μήπως είχες κρύψει για μένα μια πνοή, ένα τραύμα
Μια πληγή και έναν σπάγκο σκληρό  για τον στραγγαλισμό
Των άμετρων πόθων
Όμορφη αδελφή των Πλειάδων, αγνή Μαγδαληνή των θαυμάτων

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Διάλογοι II


Η φωνή εντός του : Σουρουπώνει, βγες στο μπαλκόνι να δεις, νυχτώνουν οι άνθρωποι
Αυτός :   Νύχτες γίνονταν τα θαύματα… μυρωδάτες θύμησες
Η φωνή εντός του : Γοητεύει η σκιά σου τους τοίχους
Αυτός : Κοίτα πως διαγράφονται οι τρύπες στο πάτωμα… θα πέφτουν  αστέρια απόψε;
Η φωνή εντός του : Τρύπες από σφαίρες, πίδακες αίματος και γνώσης, η συντριβή της σάρκας
Αυτός : Ευχές πως ξέχασα να κάνω; Τι είδους τιμωρία τα καρφωμένα μαχαίρια στους τοίχους;
Η φωνή εντός του : Δολοφονίες αργές αντιτίθονταν μελιστάλαχτες αυτοκτονίες …λίγοι πόντοι σώματος σε κάθε ταίρι, σε κάθε «γεια» ,σε δυσκίνητους φίλους 
Αυτός : Κατά συρροή δολοφόνος σκιών, δεν τόλμησα ποτέ να οπλίσω, να το ξεστομίσω το μαχαίρι
Η φωνή εντός του : Όχι, όχι ,όχι…. σοδομισμός οργάνων στα καθημερινά «όχι»
Αυτός: Απελπίστηκα στο ¨ναι¨
-μ αγαπας; Ναι
-με μισείς; Ναι
-με συντηρεις; Ναι
-αντιο…. ναι
Η φωνή εντός του : Σάπισαν τα σανίδια του πλούτου σου… φθείρονται οι νοσταλγίες, δεν σου ανήκουν πια… και αν κάπου εκεί υπήρξες εκεί άσε τους αστυνόμους της μνήμης να κάνουν το καθήκον τους …εξολόθρευση του «εγώ»
Αυτός : Το πάθος δεν ξεχνώ, για των ανθρώπων την γέννηση… βραδιά πάλι να υπάρξει, στο λιόγερμα να στήσουμε γιορτές , στις ήττες μας να πιούμε
Η φωνή εντός του : Όνειρα φυγής και μόνο, σπόρος σε λάθος κήπο φυτεμένος …δεν ανθίζουν μες στα χιόνια τα χαμόγελα…λυπήσου
Εκείνη : ….πλάγιασε, σκαρφάλωσαν την νύχτα οι καλημέρες

Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013

Γράμμα




...ένα ποίημα της Μαριαλένας Στόγιου...


Χανόμουν στις μυστικές λέξεις.
Ήχοι στροβιλίζονταν βίαια στ' αυτιά μου.
Τα λόγια σου ακόμη αχνοφαίνονται στο θολό τζάμι
Το γράμμα σου νότισε απο την υγρασία.
Τα σ’ αγαπώ διαγράφτηκαν απο τις σταγόνες της βροχής που απρόσκλητες εισέβαλλαν από το σπασμένο παράθυρο
Μόνο το τέλος φαίνεται ξεκάθαρα.
Λες κι η μνήμη εκδικείται κι απόψε τους ερωτευμένους.
Ο αποστολέας ανώνυμος.
Η καρδιά όμως λαμβάνει τα μηνύματα.
Ο γραφικός χαρακτήρας προδίδει τη θλίψη σου
Γράμματα άτακτα..σε λάθος σειρές…άτσαλα σβησμένα γραμμένα..λέξεις μισές..κομμένες φαγωμένες θαρρείς απο αδυφάγα αρπακτικά.
Κι όμως επιμένεις να γράφεις το δικό σου τέλος σ ενα γράμμα χωρίς επώνυμο παραλήπτη.

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

Διάλογοι (α' μέρος)


Η φωνή εντός του : Κουράστηκα, άσε με, δεν χωράω πλέον μέσα σου
Αυτός :  Σύντροφος μοναδικός, σε κουβαλάω χρόνια στους πόνους 
Η φωνή εντός του : Δεν είμαι μνήμη, μήτε συναίσθημα …η εξέλιξη το όνομά μου
Αυτός : Κάπου στις διευθύνσεις φίλων και σε οσμές οινοπνεύματος παραστράτησα
Η φωνή εντός του : Σε χαρτονομίσματα μέτρησες ότι είχε πνοή εντός του
Αυτός : Αδελφική αγάπη, έρωτες, συνοδοιπόροι… σχεδίες  και σχέδια
Η φωνή εντός του : Πως τους αποταμίευσες σε κατακερματισμένες σχέσεις ;…αδυναμία
Αυτός : Γίνανε οι δρόμοι καθρέφτες… αντικατοπτρισμοί…. τόσο λάθος ρότα;
Η φωνή εντός του : Άθλιες δεισιδαιμονίες, με χερούλια στα πλευρά… ρίξε την ζαριά σου να δεις
Αυτός: Να κοιμάμαι στης γης το στρώμα ποθούσα και η ανάγκη να με ξυπνάει… το χρέος της να εξοφληθεί
 Η φωνή εντός του : Δεν το αντέχει το δέρμα σου το χώμα, ξέρω, εγώ το έχτισα σε ηλιοστάσιο νωθρό
Αυτός : Μαρκαδόρους κράτησα… έναν κόκκινο, έναν μαύρο
Η φωνή εντός του : Είδες; Μόνο αίμα και σκοτάδι…
Αυτός : Αίμα για το πάθος, η ανταμοιβή των καταπιεσμένων , των έκπτωτων , εκείνων που μήτε πατρίδα έχουν ,μήτε θεό… για του δίκαιου την πίστη.
Μαύρο για το άθροισμα των χρωμάτων, για την άβυσσο της πείνας…. Για το σκοτάδι εκείνης της νύχτας…. Της πρώτης απόλυτης νύχτας… στο πλάι της
 Η φωνή εντός του : Σύνορα …εγώ εδώ, εσύ εκεί, αυτός… νεκρός… απέτισες να γίνει. Διαταγές
Αυτός : Αφέθηκα, απορροφήθηκα με ευλάβεια , τα νεύρα μου ενώθηκαν με τα δικά του και οι φλέβες μου σκεπάστηκαν απ’ τις δικές του… μέσα από  τα μάτια του είδα μακρινούς τόπους …ιερά δάκρυα έκλαψα
Εκείνη : ….και στο πρόσημο ο άνθρωπος…. Ο όμορφος εκείνος άνθρωπος

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΕΛΙΑΝΑΙΟΣ

Γιάννης Ζελιαναίος - Αυτό το ποίημα...



Αυτό το ποίημα είναι για σένα
που τρελαίνεσαι πριν πέσεις στο κρεβάτι
και μουρμουράει η γυναίκα σου για τους απλήρωτους λογαριασμούς
και τρελαίνεται η μάνα σου για τις αδιόρθωτες συμπεριφορές σου
και σου μιλάνε οι φίλοι σου για τις ακάθαρτες σιωπές.

Αυτό το ποίημα είναι για ‘κείνους που μαύρισαν τα χέρια τους
και πίνουν ούζα στου καφενείου την πληρωμή,
που σταυρώνονται στους πάγκους για τρεις κι εξήντα
και τους γαμούν οι τράγοι της πολιτικής,
τα κωλόπαιδα με τις σιδερωμένες γραβάτες.

Αυτό το ποίημα είναι γι’ αυτούς που δεν καταλαβαίνουν 
τους γραφιάδες των free press

‘κείνους που λέν’ τι όμορφα είναι τα βράδια της πόλης
γιατί ποτέ δεν άνοιξαν φάκελο με λογαριασμό
γιατί η μάνα ξεσκάτιζε τα βρακιά τους απ’ τα ερασιτεχνικά μεθύσια
και ο πατέρας φρόντιζε τα πλυμένα τους αρχίδια.

Αυτό το ποίημα είναι για τους μαλάκες ποιητές
που νόμιζαν πως τα λόγια είναι δυο ποτάμια.
Που δεν ρόζιασαν ποτέ τους τις παλάμες
και γίνανε το λουρί ενός ατάλαντου.
Για τα Παρίσια τους
και τις αγύμναστες κωλοτρυπίδες τους
για τους μπαμπάδες στρατηγούς τους
και τις γιαγιάδες νταβατζήδες τους.
Για τα ποτά των 10 ευρώ τους στα μπαρ της γελοιότητας
για το βυζί της μάνας τους που έγινε εικονοστάσι
και τα ημερωμένα μεσημεριάτικα πρωινά τους 
που δεν υπήρχε ποτέ το ξυπνητήρι.


Αυτό το ποίημα είναι για
τους πενηντάρηδες οικοδόμους
που πίνουν ότι βρουν μπροστά τους
μονάχα για να σταματήσουν τα χρόνια
και τις γυναίκες τους που μετράν τις δεκάρες στα μπακάλικα της γειτονιάς μην τυχόν και φάνε ξύλο το βράδυ.

Αυτό το ποίημα είναι για τους χαρτογιακάδες
που έπιασαν τον παπά απ’ τα αρχίδια
και τους παπάδες που έγιναν αρχίδια.
Αυτό το ποίημα είναι για τούτη την πόλη
που δεν κατάλαβε ποτέ από που της ήρθε
και βολεύεται με τα ίδια σκατά
εδώ και κάποιες δεκαετίες
και θα βολεύεται για χρόνια ακόμη
καθώς οι σκύλες θα γαβγίζουν τα βράδια
οι μπεκρήδες θα μετράνε ατυχία
και τ’ αποτσίγαρα θα χορεύουν κλακέτες
πάνω στον ίδιο ρυθμό του θανάτου.

“Ο διάβολος πάνω σε στρατσόχαρτο”, 2009


Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

Βόλτα


Σε έναν γέρο, γερό τσαγκάρη
Λιπόσαρκο από πείνα, από μέθη;
Άφησα την καρδιά μου, να την μαντάρει
Τακούνια και καινούργιες σόλες πλέον να έχει

Τα τακούνια της κρότο και θόρυβο να αντηχούν
Στα πεζοδρόμια της άρνησης
Δίπλα στο αίμα των πρώτων εξεγερμένων
Στις γειτονιές της Αθήνας, του Καϊρου και της Δαμασκού

Στις σόλες της θα στοιβάζονται
Δάκρυα υποσιτισμένων παιδιών
Χαμόγελα σκυθρωπών αυτοχείρων
Αρνήσεις ένοχων στύσεων
Και η λευκότητα του χεριού σου

Η οργή σβέλτο βάδισμα να γίνει
Στον δρόμο που πρέπει να περπατήσουμε
 …..για να υπάρξει
Στο μέλλον που πρέπει να καθορίσουμε
…για να υπάρξει
Στον έρωτα που έχουμε δοθεί
…για να υπάρξει

Ο έρωτας μας, η επανάσταση μας….. η δειλία τους, η ενοχή τους.

  

Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

Κλειστό Μέχρι Νεοτέρας



Και αν μείνουν τα σχολεία κλειστά
Οι αλάνες θα είναι ανοιχτές για να παίξω
Οι φίλοι μου δεν θα έχουν κατεβάσει ρολά
Θα τους μιλήσω για το κορίτσι που μ αρέσει
Και η πλατεία καλοκαιρινές αναμνήσεις θα γεμίσει

Και αν μείνουν κλειστά τα σχολεία
Οι βιβλιοθήκες θα μείνουν ανοιχτές
Και ένα ωραίο μεγάλο βιβλίο
κάποιος θα βρεθεί να μου δανείσει
που θα μιλάει για την αξία των παιδιών και του έρωτα

και αν μείνουν τα σχολεία κλειστά
ακόμα παίζονται  παραστάσεις
στα υπαίθρια θέατρα της πόλης
θα σκαρφαλώσω με τον πατέρα μου στα βραχάκια
και ένας άλλος κόσμος θα ανοιχτεί μπροστά μου

και αν μείνουν κλειστά τα σχολεία

η ζωή μου θα γίνει μάθηση…


"Με αφορμή τις απεργιακές κινητοποιήσεις 
των εκπαιδευτικών,τον Σεπτέμβριο"

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013

Το Νησί



Ας είναι μετανάστευση, ας είναι εξορία
Ας μπορέσουν έστω για λίγο να μας συγχωρέσουν οι άνθρωποι
Που πήραμε δρόμο αλμυρό και φτάσαμε σε αυτή την γωνιά του κόσμου
Ξέρω κουράστηκες και εσύ, σε είδα πως αντιδρούσες στα δυνατά γέλια
Και πως έσκυβες την πλάτη στο κλάμα των παιδιών

Εσοχή των ονείρων, αφάνταστη φαντασία
Φτωχό χωρίς τους καταρράκτες των μαλλιών σου
Και βλέπει την θάλασσα, όπως το ήθελες
Δεν πονώ , όπως το ήθελες
Σκεπή τον ουρανό  και δάπεδο βότσαλο ψιλό

Πως καρφώνονται τα μάτια μας
Εκεί που τα σύννεφα δαγκώνουν τα κύματα
Περιμένοντας στο λιμάνι για νέα των φίλων
(ζεστό το χέρι σου μέσα στο παλτό μου)
Να τα λογαριάσουμε, να τα μετρήσουμε
Και το ζύγι να βγάλει λύπες και χαρές

Στο ύψωμα παλεύεις με τους ανέμους
Ξορκίζεις την παγωνιά στο κράξιμο των χελιδονιών
Τραντάζεις τους ουρανούς και η Άνοιξη ζυγώνει
Και βάλθηκες γυμνή να ασπρίσεις στους πρόποδες του Πάσχα



Το άσπρο εσύ, ο ασβέστης και  η ψυχή των νεογέννητων
Τα γαλάζιο εγώ ο ουρανός και η θάλασσα
Μάνα των παιδιών όλου του κόσμου
Αμήχανο βλέμμα των παρθένων

Με τα παιδιά του νησιού σε ακολουθούμε στα σοκάκια
Συγκρίνουμε το ύψος σου με το ανάστημα των αθανάτων
Στο χαμόγελο σου ψάχνουμε  την σιωπή της Κέρου
Πίνοντας στα καπηλειά των καπετάνιων

                                                                    «Στον άνθρωπο μου, τον σύντροφο μου
                                                                           Την Μαρία»

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Παραλήρημα


ΠΑΡΑΛΛΗΡΗΜΑ
«Στάθηκα στον παράδρομο όσο πιο όμορφη είναι η μέρα
Τόσο πιο βάσανο η ζωή»
                       Θ. Παπακωνσταντίνου


Θα έρθει
Δεν μπορεί παρά να έρθει
Η νύχτα, νύχτα θα γεννά και νύχτα θα ξημερώνει
Μάχη θα δώσουμε για να ξανακερδίσουμε το φως
Νύχτα βαριά
Και κοίτα ,ούτε το αίμα δεν θα μπορέσουμε να ξεχωρίσουμε
Δικό μου ,δικό σου
Του εχθρού ,του θνητού
Των παιδιών ,των κυβερνώντων
Ποιανού ;
Θα έρθει
Δεν μπορεί παρά να έρθει
Ο χειμώνας ,χειμώνα θα γεννά και χειμώνα θα ξεχειμωνιάζει
Μάχη θα δώσουμε για να ξανακερδίσουμε τα καλοκαίρια μας
Χειμώνας βαρύς
Και κοίτα ,ούτε την δικαιοσύνη δεν θα μπορούμε να ξεχωρίσουμε
Των θυμάτων ,των δολοφόνων
Των ανταρτών ,των χιτών
Του έρωτα ,του μίσους
Ποιανού;

Για την χοντρή την πέτσα του ανιστόρητου
Για την απανθρωπιά της εμπροσθοφυλακής
Για το παραστατικό της αμορφωσιάς
Για την οικουμενικότητα της βάσης
Για την σιωπή της τέχνης
Για τον πολιτισμό των ηλιθίων
Για το κράτος εν κράτη του παρακράτους
Για την ποινικοποίηση της λογικής
Για την ντροπή του πελάτη της πόρνης
Για την μούτζα της πλατείας
Για το κωλοδάχτυλο της εξουσίας
Για τον ιδρώτα που έριξες στις πίστες
Για το αμάξι που δε χωράει την μεγαλοσύνη σου
Για τα αγχωμένα γαμήσια σου
Για την μουρμούρα του μισθού σου
Για τις καύλες του αφεντικού σου
Για το φτηνό ποτό σου που το θέλεις περιποιημένο


Πώς να αντέξουμε την θυσία
Με την θύμηση μιας μίζερης ζωής ;
Πώς να αντέξουμε τα πρόσωπα μας σε σημαίες
Όταν βλαστημούμε το είδωλο μας στον καθρέφτη ;